- ποντογενής
- ποντογενήςseabornmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποντογενής — ές, θηλ. και ποντογένεια, ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α 1. αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντογένεια και Ποντογενείη προσωνυμία τής Αφροδίτης επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + γενής (< γένος… … Dictionary of Greek
ποντογενῆ — ποντογενής seaborn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ποντογενής seaborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ποντογενής seaborn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek